- τυρβώδης
- -ες, Ν1. στροβιλώδης2. φρ. «τυρβώδης ροή»φυσ. βλ. ροή.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. turbulent, -e].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… … Dictionary of Greek
στροβιλώδης — ες / στροβιλώδης, ῶδες, ΝΑ [στρόβιλος] νεοελλ. φυσ. αυτός που αναφέρεται στη γένεση στροβίλων μέσα στη μάζα ενός ρευστού, αλλ. τυρβώδης («στροβιλώδης ροή») αρχ. στροβιλοείδής, κωνικός («ὅρος στροβιλῶδες», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
μεταφοράς, ζώνη — (Αστρον.). Το στρώμα ακριβώς κάτω από την επιφάνεια ενός αστέρα της κυρίας ακολουθίας, στο οποίο η θερμοκρασία είναι αρκετά χαμηλή, ώστε να μπορούν να επανασυνδέονται με ελεύθερα ηλεκτρόνια οι πυρήνες του υδρογόνου και των βαρύτερων στοιχείων και … Dictionary of Greek